Ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής
Ως ανεύρυσμα ορίζεται η εντοπισμένη διάταση μιας αρτηρίας που υπολογίζεται στο διπλάσιο της φυσιολογικής της διαμέτρου. Ανευρύσματα μπορούν να εμφανιστούν σε όλες τις αρτηρίες, αλλά η πιο συχνή τους εντόπιση είναι στην κοιλιακή αορτή. Η συνήθης μορφολογία τους είναι ατρακτοειδής και θεωρούνται αθηρωματικής ή συγγενούς αιτιολογίας.
Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι το κάπνισμα, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και η ύπαρξη α’ βαθμού συγγενούς με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής. Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι συχνότερο στους άνδρες, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης φαίνεται ότι δεν αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισής του.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Αγγειοχειρουργικής Εταιρίας (ESVS) συστήνεται προληπτικός έλεγχος για ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής στους άνδρες άνω των 65 ετών και σε άνδρες μικρότερης ηλικίας, οι οποίοι έχουν προδιαθεσικούς παράγοντες (κάπνισμα, δυσλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό). Η εξέταση εκλογής είναι το υπερηχογράφημα (triplex) κοιλιακής αορτής. Για τις γυναίκες δεν συστήνεται προληπτικός έλεγχος.
Τα ανευρύσματα είναι συνήθως ασυμπτωματικά και διαπιστώνονται ως τυχαία ευρήματα σε ακτινολογικές εξετάσεις (υπερηχογράφημα κοιλίας, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία). Λιγότερο συχνά είναι συμπτωματικά προκαλώντας πίεση στα παρακείμενα όργανα ή προκαλώντας πόνο λόγω οξείας διάτασης του τοιχώματος του αγγείου. Η πλέον επικίνδυνη επιπλοκή του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής είναι η ρήξη, η οποία έχει αυξημένη θνητότητα. Η πιθανότητα ρήξης αυξάνεται με την αύξηση της διαμέτρου του ανευρύσματος. Άλλες επιπλοκές που είναι δυνατόν να προκύψουν είναι οι περιφερικές εμβολές και η θρόμβωση. Λόγω των επιπλοκών και κυρίως προκειμένου να αποφευχθεί η θανατηφόρος ρήξη, τα ανευρύσματα της κοιλιακής αορτής όταν υπερβαίνουν τα 5-5,5cm ή είναι συμπτωματικά ή η διάμετρός τους αυξάνεται ταχέως πρέπει να αντιμετωπίζονται. Μικρά ανευρύσματα με διάμετρο μικρότερη των 5 cm έχουν μικρό ποσοστό ρήξης. Ωστόσο η αύξηση του μεγέθους τους πρέπει να παρακολουθείται ανά 3 έτη όταν η διάμετρος είναι 3,0 -3,9 cm, κατ’ έτος όταν είναι 4,0 -4,9 cm και ανά 3μηνο ή 6μηνο όταν η διάμετρος είναι 5 cm ή μεγαλύτερη. Η φυσική εξέλιξη του ανευρύσματος είναι η αύξηση της διαμέτρου του κατά μέσο όρο 2,5 mm κατ’ έτος. Όπως προαναφέρθηκε, ταχύτερη αύξηση της διαμέτρου θα πρέπει να μας επαγρυπνά.
Οι μέθοδοι αντιμετώπισης του ανευρύσματος της κοιλιακής αορτής περιλαμβάνουν την ανοιχτή χειρουργική (ανευρυσματεκτομή) και την ενδαγγειακή (EVAR). Ανάλογα με την ηλικία του ασθενους και τις συννοσηρότητές του και φυσικά τη μορφολογία του ανευρυσματος επιλέγεται η ενδεδειγμένη μέθοδος. Καθεμία έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα της ενδαγγειακής μεθόδου είναι η μικρότερη περιεγχειρητική θνητότητα, η μικρότερη απώλεια αίματος, ο λιγότερος πόνος μετεπεμβατικά, η μη αναγκαιότητα παραμονής σε Μοναδα Εντατικής Θεραπείας και η γρηγορότερη επιστροφή στις δραστηριότητες. Αντίστοιχα στα μειονεκτήματά της περιλαμβάνονται σχετιζόμενες με την επέμβαση επιπλοκές (ενδοδιαφυγές), οι συχνές επανεπεμβάσεις, η ανάγκη για δια βίου παρακολούθηση του μοσχεύματος και το κόστος,
Τι εξετάσεις απαιτούνται για τη διάγνωση?
- Υπερηχογράφημα (triplex) αορτής και λαγονίων αρτηριών
- Αξονική αγγειογραφία άνω & κάτω κοιλίας (CTA)
- Αξονική αγγειογραφία θώρακος (CTA)