Φλεβική θρομβοεμβολή
Ως θρομβοεμβολική νόσο ορίζεται η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση και η πνευμονική εμβολή, η οποία είναι η βασική επιπλοκή της πρώτης. Πρόκειται για μία ύπουλη νόσο, η οποία προκαλεί υπερδιπλάσιο αριθμό θανάτων από τα εξής τέσσερα νοσήματα μαζί: τον καρκίνο του προστάτη, τον καρκίνο του μαστού, τα τροχαία ατυχήματα και το ΑΙDS.
Επίσης είναι μία σημαντική εν δυνάμει επιπλοκή των ενδονοσοκομειακών ασθενών καθώς το 63% των επεισοδίων εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης παρατηρείται κατά τη διάρκεια της ενδονοσοκομειακής νοσηλείας, ενώ παράλληλα το 71% των θανάτων κατά τη διάρκεια της ενδονοσοκομειακής νοσηλείας και τον πρώτο μήνα μετά σχετίζονται με τη θρομβοεμβολή.
Στα συμπτώματα της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης περιλαμβάνονται το οίδημα του κάτω άκρου και η αύξηση της περιμέτρου της γαστροκνημίας, η αυξημένη θερμοκρασία και το κυανέρυθρο χρώμα του άκρου και ο πόνος. Η πνευμονική εμβολή εμφανίζεται με δύσπνοια, βήχα που ενδέχεται να έχει και πρόσμιξη αίματος, θωρακικό πόνο, λιποθυμικό επεισόδιο κ.ά., ενώ μπορεί να είναι και εντελώς σιωπηλή.
Συχνά η θρομβοεμβολική νόσος συνδέεται με κάποιον επιβαρυντικό παράγοντα (π.χ. Πρόσφατη χειρουργική επέμβαση, κάταγμα, παρατεταμένη ακινητοποίηση, καρκίνος, χρήση αντισυλληπτικών φαρμάκων, θρομβοφιλία, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται προσπάθεια αναγνώρισης του εκλυτικού αυτού παράγοντα προκειμένου να καθοριστεί η διάρκεια της θεραπείας και να προληφθεί ένα νέο επεισόδιο θρόμβωσης. Η χειρουργική επέμβαση, το κάταγμα, η ακινητοποίηση κτλ. είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι εκλυτικοί παράγοντες, ενώ ο καρκίνος που ακόμα δεν έχει εκδηλωθεί από το αντίστοιχο σύστημα (π.χ. γαστρεντερικό, γεννητικό κτλ.) χρήζει ιδιαίτερης διερεύνησης. Η υποψία της συγγενούς θρομβοφιλίας τίθεται με βάση την κλινική εικόνα, διότι κατά κανόνα αφορά εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση σε άτομα νεαρής ηλικίας, πολλάκις είναι υποτροπιάζουσα και σε ασυνήθεις θέσεις, ενώ συνήθως υπάρχει οικογενειακό ιστορικό θρομβώσεων. Ενδέχεται βέβαια να μην καταστεί δυνατό να αναγνωρισθεί κάποιος εκλυτικός παράγοντας.
Τα επιστημονική βήματα που πρέπει να ακολουθήσουμε ώστε να μην αναπτυχθεί θρόμβωση αποτελούν την πρωτογενή πρόληψη και περιλαμβάνουν την εκτίμηση του θρομβοεμβολικού κινδύνου, δηλαδή την εκτίμηση των επιβαρυντικών παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο θρομβώσεως, ώστε να εφαρμοστούν τα ενδεδειγμένα προληπτικά μέτρα (κινητοποίηση, προφυλακτική αντιπηκτική αγωγή, μηχανικά μέσα). Όταν διαγνωσθεί η θρόμβωση, ο ασθενής πρέπει να υποβληθεί σε αντιπηκτική θεραπεία, ώστε να αποφευχθεί η πνευμονική εμβολή (δευτερογενής πρόληψη) ή επί αντένδειξης αντιπηκτικής αγωγής (π.χ. αιμορραγία, πολυτραυματίας) πρέπει να εκτιμηθεί η ανάγκη τοποθέτησης φίλτρου κάτω κοίλης φλέβας.
Η θεραπεία τόσο της θρόμβωσης όσο και της πνευμονικής εμβολής γίνεται με τα αντιπηκτικά φάρμακα. Η διάρκεια χορήγησης των φαρμάκων ποικίλει ανάλογα με την αιτία που προκάλεσε τη θρόμβωση και κυμαίνεται από τρεις μήνες έως έξι μήνες ή ένα έτος ή δια βίου επί συγγενούς θρομβοφιλίας προκειμένου να μην υποτροπιάσει. Επίσης, επιβάλεται η εφαρμογή ελαστικής κάλτσας και η κινητοποίηση του ασθενούς το συντομότερο δυνατόν. Οι χειρουργικές τεχνικές, κυρίως ενδαγγειακές (θρομβόλυση/ τοποθέτηση stent) αποσκοπούν στο να μειώσουν τη βαρύτητα του μεταθρομβωτικού συνδρόμου και η θέση τους αξιολογείται κατά περίπτωση.
Τι εξετάσεις απαιτούνται για τη διάγνωση?
- dDimers (εξέταση αίματος)
- Υπερηχογράφημα (triplex) φλεβών κάτω άκρων
- Αξονική τομογραφία πνευμονικών αρτηριών (CTPA) επί ενδείξεων