Λεμφοίδημα
Τα λεμφαγγεία συλλέγουν τη λέμφο και τη μεταφέρουν στους λεμφαδένες. Οι λεμφαδένες είναι σταθμοί, όπου η λέμφος φιλτράρεται και αφού απομονωθούν τα άχρηστα προϊόντα, επιστρέφει στην κυκλοφορία του αίματος.
Το λεμφοίδημα προκαλείται λόγω της δυσλειτουργίας του λεμφικού συστήματος και της ανεπάρκειάς του να απομακρύνει τη λέμφο, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση υγρών στους μαλακούς ιστούς. Το διακρίνουμε σε πρωτοπαθές (συγγενές) όταν προκαλείται από υποπλασία ή απλασία των λεμφαγγείων (τα λεμφαγγεία είναι δηλαδή λίγα, δυσμορφικά ή απουσιάζουν εκ γενετής) και σε δευτεροπαθές (επίκτητο) όταν τα λεμφαγγεία, ενώ είναι φυσιολογικά σε αριθμό και μορφή, αποφράσσονται λόγω τραυματισμού, ακτινοθεραπείας, κακοήθειας ή λοίμωξης (πχ. παράσιτα). Αυτό συμβαίνει συχνά μετά από τον τραυματισμό τους σε ριζικές χειρουρικές επεμβάσεις, όπως πχ. σε μαστεκτομή.
Η διάγνωση του λεμφοιδήματος μπορεί να βασιστεί μόνο στο ιστορικό και την αντικειμενική εξέταση, καθώς έχει χαρακτηριστική κλινική εικόνα: το οίδημα καταλαμβάνει τη ραχιαία επιφάνεια του άνω ή κάτω άκρου και επεκτείνεται στα δάκτυλα. Στα αρχικά στάδια, το λεμφοίδημα είναι μαλακό και εάν ασκηθεί πίεση με το δάκτυλο στην περιοχή του οιδήματος, τότε παραμένει το χαρακτηριστικό εντύπωμα. Στο επόμενο στάδιο του λεμφοιδήματος, όπου το δέρμα και ο υποδόριος ιστός σκληραίνει, δεν είναι δυνατόν να πιεστεί η περιοχή και να αφήσει εντύπωμα. Σπάνια για επιβεβαίωση της διάγνωσης απαιτείται να κάνουμε ραδιοϊσότοπική ή κλασική λεμφαγγειογραφία.
Το οίδημα αρχικά υποχωρεί όταν το άκρο τοποθετηθεί σε ανάρροπη θέση ή το θεραπεύουμε με μασάζ, ελαστική περίδεση/ κάλτσα ή συσκευές συμπίεσης. Προοδευτικά όμως, το παραμελημένο οίδημα οργανώνεται, δεν υποχωρεί, αναπτύσσεται σκληρία του δέρματος και είναι πολύ ευάλωτο στους τραυματισμούς. Ο τραυματισμός προκαλεί λύση της συνεχείας του δέρματος και υπάρχει κίνδυνος εισόδου μικροβίων και λοίμωξης των μαλακών μορίων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την επιδείνωση του λεμφοιδήματος λόγω απόφραξης και άλλων λεμφαγγείων ή τη δημιουργία έλκους, που επουλώνεται αρκετά δύσκολα.
Όπως και στις φλεβικές παθήσεις, η ορθοστασία και η ακινησία, το αυξημένο βάρος σώματος, η αυξημένη θερμοκρασία, οι ορθοπεδικές παθήσεις, τα στενά ενδύματα αλλά και η χρόνια αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια επιδεινώνουν τη νόσο.
Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει την ανάρροπη θέση του σκέλους και την τακτική άσκηση, την ελαστική περίδεση του άκρου με επιδέσμους ή τη χρήση ελαστικής κάλτσας διαβαθμισμένης συμπίεσης (class II ή III), το λεμφικό μασάζ (Manual Lymphatic Drainage- MLD) και τη χρήση αντλίας με αεροθαλάμους διαλείπουσας συμπίεσης (External Pneumatic Compression- EPC)
Με τα συντηρητικά αυτά μέσα επιτυγχάνεται η μείωση του όγκου του λεμφοιδήματος και η παραμονή του σε αρχικό στάδιο (μαλακό οίδημα που υποχωρεί) και πρέπει να εφαρμόζονται άμεσα μετά τη διάγνωση και χωρίς διακοπές, γιατί αλλιώς το λεμφοίδημα υποτροπιάζει. Όταν υπάρχει λοίμωξη των μαλακών μορίων θα πρέπει να χορηγείται η κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή.
Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται πολύ σπάνια και μόνο σε περίπτωση μεγάλου λεμφοιδήματος (ελεφαντίαση), όπου προκαλείται αναπηρία και υπάρχει ανάγκη να μειωθεί ο όγκος του άκρου για να μπορεί ο ασθενής να βαδίσει.
Η θεραπεία είναι δύσκολη και χρειάζεται συνεργασία πολλών ιατρικών ειδικοτήτων (αγγειοχειρουργών, λοιμωξιολόγων, δερματολόγων, ψυχιάτρων, φυσιοθεραπευτών κ.ά.).
Τι εξετάσεις απαιτούνται για τη διάγνωση?
- Υπερηχογράφημα (triplex) φλεβών κάτω άκρων
- Αξονική ή μαγνητική φλεβογραφία (CTV/ MRV) επί ενδείξεων
- Χαρτογράφηση του επιπολής φλεβικού δικτύου
- Ραδιοϊσοτοπική ή κλασική λεμφαγγειογραφία επί ενδείξεων